- σκοτασμός
- σκοτ-ασμός, ὁ,A a being or becoming dark, Aq. Is.59.9, Sm.Ca.1.5;
ὀφθαλμῶν Dsc.Ther.7
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀφθαλμῶν Dsc.Ther.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκοτασμός — a being masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτασμός — ο, ΝΜΑ [σκοτάζω] 1. το να είναι ή να γίνεται κάτι σκοτεινό 2. μείωση, ελάττωση τής όρασης («σκοτασμὸς ὀφθαλμῶν», Διοσκ.) νεοελλ. μσν. 1. ζάλη που προκαλεί η πείνα ή η σωματική εξάντληση, σκοτοδίνη («τὸν σκοτασμόν μου... τὸν ἔχω τότε, βασιλεῡ,… … Dictionary of Greek
σκοτασμοῖς — σκοτασμός a being masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτασμοί — σκοτασμός a being masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτασμοῦ — σκοτασμός a being masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτασμῷ — σκοτασμός a being masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτασμόν — σκοτασμός a being masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)